Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὄγδοος
ὅ γε
ὀγκάομαι
Ὄγκα
ὀγκηρός
ὀγκητής
ὄγκιον
ὄγκος
ὄγκος2
ὀγκόω
ὀγκύλλομαι
ὀγκώδης
ὀγκωτός
ὀγμεύω
ὄγμος
ὄγχνη
ὀδαγμός
ὁδαῖος
ὀδάξ
ὀδάξω
ὁδάω
View word page
ὀγκύλλομαι
ὀγκύλλομαι ὀγκύλλομαι, = ὀγκόομαι Pass. to be puffed up, Ar.
ShortDef
to be puffed up
Debugging
Headword:
ὀγκύλλομαι
Headword (normalized):
ὀγκύλλομαι
Headword (normalized/stripped):
ογκυλλομαι
IDX:
22606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22629
Key:
o)gku/llomai
Data
{'content': 'ὀγκύλλομαι\n ὀγκύλλομαι,\n = ὀγκόομαι\n Pass. to be puffed up, Ar.', 'key': 'o)gku/llomai'}