Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀγδόατος
ὀγδοήκοντα
ὀγδοηκοντατέσσαρες
ὀγδοηκοντούτης
ὀγδοηκοστός
ὄγδοος
ὅ γε
ὀγκάομαι
Ὄγκα
ὀγκηρός
ὀγκητής
ὄγκιον
ὄγκος
ὄγκος2
ὀγκόω
ὀγκύλλομαι
ὀγκώδης
ὀγκωτός
ὀγμεύω
ὄγμος
ὄγχνη
View word page
ὀγκητής
ὀγκητής ὀγκητής, οῦ, ὁ, ὀγκάομαι a brayer, i. e. an ass. Anth.

ShortDef

a brayer

Debugging

Headword:
ὀγκητής
Headword (normalized):
ὀγκητής
Headword (normalized/stripped):
ογκητης
IDX:
22601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22624
Key:
o)gkhth/s

Data

{'content': 'ὀγκητής\n ὀγκητής, οῦ, ὁ,\n ὀγκάομαι\n a brayer, i. e. an ass. Anth.', 'key': 'o)gkhth/s'}