Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὄβριμος
ὀγδόατος
ὀγδοήκοντα
ὀγδοηκοντατέσσαρες
ὀγδοηκοντούτης
ὀγδοηκοστός
ὄγδοος
ὅ γε
ὀγκάομαι
Ὄγκα
ὀγκηρός
ὀγκητής
ὄγκιον
ὄγκος
ὄγκος2
ὀγκόω
ὀγκύλλομαι
ὀγκώδης
ὀγκωτός
ὀγμεύω
ὄγμος
View word page
ὀγκηρός
ὀγκηρός ὀγκηρός, ά, όν ὄγκοs2 bulky, swollen:—metaph. stately, pompous, Xen.; τὸ ὀγκηρόν trouble, Arist.
ShortDef
bulky, swollen
Debugging
Headword:
ὀγκηρός
Headword (normalized):
ὀγκηρός
Headword (normalized/stripped):
ογκηρος
IDX:
22600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22623
Key:
o)gkhro/s
Data
{'content': 'ὀγκηρός\n ὀγκηρός, ά, όν\n ὄγκοs2\n bulky, swollen:—metaph. stately, pompous, Xen.; τὸ ὀγκηρόν trouble, Arist.', 'key': 'o)gkhro/s'}