Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀβριμόθυμος
ὀβριμοπάτρη
ὄβριμος
ὀγδόατος
ὀγδοήκοντα
ὀγδοηκοντατέσσαρες
ὀγδοηκοντούτης
ὀγδοηκοστός
ὄγδοος
ὅ γε
ὀγκάομαι
Ὄγκα
ὀγκηρός
ὀγκητής
ὄγκιον
ὄγκος
ὄγκος2
ὀγκόω
ὀγκύλλομαι
ὀγκώδης
ὀγκωτός
View word page
ὀγκάομαι
ὀγκάομαι ὀγκάομαι, Dep. to bray, of the ass, Luc. Formed from the sound.

ShortDef

to bray

Debugging

Headword:
ὀγκάομαι
Headword (normalized):
ὀγκάομαι
Headword (normalized/stripped):
ογκαομαι
IDX:
22598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22621
Key:
o)gka/omai

Data

{'content': 'ὀγκάομαι\n ὀγκάομαι,\n Dep. to bray, of the ass, Luc.\n Formed from the sound.', 'key': 'o)gka/omai'}