Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀβολοστατική
ὄβρια
ὀβριμοεργός
ὀβριμόθυμος
ὀβριμοπάτρη
ὄβριμος
ὀγδόατος
ὀγδοήκοντα
ὀγδοηκοντατέσσαρες
ὀγδοηκοντούτης
ὀγδοηκοστός
ὄγδοος
ὅ γε
ὀγκάομαι
Ὄγκα
ὀγκηρός
ὀγκητής
ὄγκιον
ὄγκος
ὄγκος2
ὀγκόω
View word page
ὀγδοηκοστός
ὀγδοηκοστός ὀγδοηκοστός, ή, όν ὀγδοήκοντα eightieth, Thuc., etc.

ShortDef

eightieth

Debugging

Headword:
ὀγδοηκοστός
Headword (normalized):
ὀγδοηκοστός
Headword (normalized/stripped):
ογδοηκοστος
IDX:
22595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22618
Key:
o)gdohkosto/s

Data

{'content': 'ὀγδοηκοστός\n ὀγδοηκοστός, ή, όν\n ὀγδοήκοντα\n eightieth, Thuc., etc.', 'key': 'o)gdohkosto/s'}