Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀβολοστάτης
ὀβολοστατική
ὄβρια
ὀβριμοεργός
ὀβριμόθυμος
ὀβριμοπάτρη
ὄβριμος
ὀγδόατος
ὀγδοήκοντα
ὀγδοηκοντατέσσαρες
ὀγδοηκοντούτης
ὀγδοηκοστός
ὄγδοος
ὅ γε
ὀγκάομαι
Ὄγκα
ὀγκηρός
ὀγκητής
ὄγκιον
ὄγκος
ὄγκος2
View word page
ὀγδοηκοντούτης
ὀγδοηκοντούτης ὀγδοηκοντ-ούτης, ες ἔτος eighty years old, Luc.:— Ionic and Doric ὀγδωκοντα-έτης, ες, Solon.

ShortDef

eighty years old

Debugging

Headword:
ὀγδοηκοντούτης
Headword (normalized):
ὀγδοηκοντούτης
Headword (normalized/stripped):
ογδοηκοντουτης
IDX:
22594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22617
Key:
o)gdohkontou/ths

Data

{'content': 'ὀγδοηκοντούτης\n ὀγδοηκοντ-ούτης, ες\n ἔτος\n eighty years old, Luc.:— Ionic and Doric ὀγδωκοντα-έτης, ες, Solon.', 'key': 'o)gdohkontou/ths'}