Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀβελός
ὀβολός
ὀβολοστατέω
ὀβολοστάτης
ὀβολοστατική
ὄβρια
ὀβριμοεργός
ὀβριμόθυμος
ὀβριμοπάτρη
ὄβριμος
ὀγδόατος
ὀγδοήκοντα
ὀγδοηκοντατέσσαρες
ὀγδοηκοντούτης
ὀγδοηκοστός
ὄγδοος
ὅ γε
ὀγκάομαι
Ὄγκα
ὀγκηρός
ὀγκητής
View word page
ὀγδόατος
ὀγδόατος ὀγδόᾰτος, η, ον poetic for ὄγδοος, as τρίτατος for τρίτος the eighth, Hom.

ShortDef

the eighth

Debugging

Headword:
ὀγδόατος
Headword (normalized):
ὀγδόατος
Headword (normalized/stripped):
ογδοατος
IDX:
22591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22614
Key:
o)gdo/atos

Data

{'content': 'ὀγδόατος\n ὀγδόᾰτος, η, ον\n poetic for ὄγδοος, as τρίτατος for τρίτος\n the eighth, Hom.', 'key': 'o)gdo/atos'}