Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀβελίσκος
ὀβελός
ὀβολός
ὀβολοστατέω
ὀβολοστάτης
ὀβολοστατική
ὄβρια
ὀβριμοεργός
ὀβριμόθυμος
ὀβριμοπάτρη
ὄβριμος
ὀγδόατος
ὀγδοήκοντα
ὀγδοηκοντατέσσαρες
ὀγδοηκοντούτης
ὀγδοηκοστός
ὄγδοος
ὅ γε
ὀγκάομαι
Ὄγκα
ὀγκηρός
View word page
ὄβριμος
ὄβριμος ὄβρῐμος, ον, strong, mighty, Il.:—neut. as adv., ὄβριμον ἐβρόντησε he thundered mightily, Hes. From βρι-, βριαρός, with ο prefixed.
ShortDef
strong, mighty
Debugging
Headword:
ὄβριμος
Headword (normalized):
ὄβριμος
Headword (normalized/stripped):
οβριμος
IDX:
22590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22613
Key:
o)/brimos
Data
{'content': 'ὄβριμος\n ὄβρῐμος, ον,\n strong, mighty, Il.:—neut. as adv., ὄβριμον ἐβρόντησε he thundered mightily, Hes.\n From βρι-, βριαρός, with ο prefixed.', 'key': 'o)/brimos'}