Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὄαρ
Ὄασις
ὀβελίσκος
ὀβελός
ὀβολός
ὀβολοστατέω
ὀβολοστάτης
ὀβολοστατική
ὄβρια
ὀβριμοεργός
ὀβριμόθυμος
ὀβριμοπάτρη
ὄβριμος
ὀγδόατος
ὀγδοήκοντα
ὀγδοηκοντατέσσαρες
ὀγδοηκοντούτης
ὀγδοηκοστός
ὄγδοος
ὅ γε
ὀγκάομαι
View word page
ὀβριμόθυμος
ὀβριμόθυμος ὀβρῐμό-θῡμος, ον, strong-minded, Hes.

ShortDef

strong-minded

Debugging

Headword:
ὀβριμόθυμος
Headword (normalized):
ὀβριμόθυμος
Headword (normalized/stripped):
οβριμοθυμος
IDX:
22588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22611
Key:
o)brimo/qumos

Data

{'content': 'ὀβριμόθυμος\n ὀβρῐμό-θῡμος, ον,\n strong-minded, Hes.', 'key': 'o)brimo/qumos'}