Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὄαρος
ὄαρ
Ὄασις
ὀβελίσκος
ὀβελός
ὀβολός
ὀβολοστατέω
ὀβολοστάτης
ὀβολοστατική
ὄβρια
ὀβριμοεργός
ὀβριμόθυμος
ὀβριμοπάτρη
ὄβριμος
ὀγδόατος
ὀγδοήκοντα
ὀγδοηκοντατέσσαρες
ὀγδοηκοντούτης
ὀγδοηκοστός
ὄγδοος
ὅ γε
View word page
ὀβριμοεργός
ὀβριμοεργός ὀβρῐμο-εργός, όν *ἔργω doing deeds of violence, Il.
ShortDef
doing deeds of violence
Debugging
Headword:
ὀβριμοεργός
Headword (normalized):
ὀβριμοεργός
Headword (normalized/stripped):
οβριμοεργος
IDX:
22587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22610
Key:
o)brimoergo/s
Data
{'content': 'ὀβριμοεργός\n ὀβρῐμο-εργός, όν\n *ἔργω\n doing deeds of violence, Il.', 'key': 'o)brimoergo/s'}