Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνακέλαδος
ἀνακεράννυμι
Ἄνακες
ἀνακεφαλαιόομαι
ἀνακηκίω
ἀνακηρύσσω
ἀνακινδυνεύω
ἀνακινέω
ἀνακίνησις
ἀνακίρναμαι
ἀνακλάζω
ἀνακλαίω
ἀνακλάω
ἀνάκλησις
ἀνακλητικός
ἀνακλίνω
ἀνάκλιτος
ἀνακλώθω
ἀνακογχυλιάζω
ἀνακοινόω
ἀνακοιρανέω
View word page
ἀνακλάζω
ἀνακλάζω to cry aloud, scream out, Eur.; of a dog, to bark, bay, Xen.
ShortDef
to cry aloud, scream out
Debugging
Headword:
ἀνακλάζω
Headword (normalized):
ἀνακλάζω
Headword (normalized/stripped):
ανακλαζω
IDX:
2260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2261
Key:
a)nakla/zw
Data
{'content': 'ἀνακλάζω\n to cry aloud, scream out, Eur.; of a dog, to bark, bay, Xen.', 'key': 'a)nakla/zw'}