Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀαριστύς
ὄαρος
ὄαρ
Ὄασις
ὀβελίσκος
ὀβελός
ὀβολός
ὀβολοστατέω
ὀβολοστάτης
ὀβολοστατική
ὄβρια
ὀβριμοεργός
ὀβριμόθυμος
ὀβριμοπάτρη
ὄβριμος
ὀγδόατος
ὀγδοήκοντα
ὀγδοηκοντατέσσαρες
ὀγδοηκοντούτης
ὀγδοηκοστός
ὄγδοος
View word page
ὄβρια
ὄβρια .ὄβρια, ων, τά, the young of animals, Aesch., Eur.
ShortDef
the young of animals
Debugging
Headword:
ὄβρια
Headword (normalized):
ὄβρια
Headword (normalized/stripped):
οβρια
IDX:
22586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22609
Key:
o)/bria
Data
{'content': 'ὄβρια\n .ὄβρια, ων, τά,\n the young of animals, Aesch., Eur.', 'key': 'o)/bria'}