Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀαριστής
ὀαριστύς
ὄαρος
ὄαρ
Ὄασις
ὀβελίσκος
ὀβελός
ὀβολός
ὀβολοστατέω
ὀβολοστάτης
ὀβολοστατική
ὄβρια
ὀβριμοεργός
ὀβριμόθυμος
ὀβριμοπάτρη
ὄβριμος
ὀγδόατος
ὀγδοήκοντα
ὀγδοηκοντατέσσαρες
ὀγδοηκοντούτης
ὀγδοηκοστός
View word page
ὀβολοστατική
ὀβολοστατική (sc. τέχνη) , the trade of a petty usurer, usury, Arist.
ShortDef
the trade of a petty usurer, usury
Debugging
Headword:
ὀβολοστατική
Headword (normalized):
ὀβολοστατική
Headword (normalized/stripped):
οβολοστατικη
IDX:
22585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22608
Key:
o)bolostatikh/
Data
{'content': 'ὀβολοστατική\n (sc. τέχνη) , the trade of a petty usurer, usury, Arist.', 'key': 'o)bolostatikh/'}