Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀαρισμός
ὀαριστής
ὀαριστύς
ὄαρος
ὄαρ
Ὄασις
ὀβελίσκος
ὀβελός
ὀβολός
ὀβολοστατέω
ὀβολοστάτης
ὀβολοστατική
ὄβρια
ὀβριμοεργός
ὀβριμόθυμος
ὀβριμοπάτρη
ὄβριμος
ὀγδόατος
ὀγδοήκοντα
ὀγδοηκοντατέσσαρες
ὀγδοηκοντούτης
View word page
ὀβολοστάτης
ὀβολοστάτης ὀβολο-στάτης (ᾰ), ου, ὁ, ἵστημι a weigher of obols, i. e. a petty usurer, Ar.
ShortDef
a weigher of obols
Debugging
Headword:
ὀβολοστάτης
Headword (normalized):
ὀβολοστάτης
Headword (normalized/stripped):
οβολοστατης
IDX:
22584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22607
Key:
o)bolosta/ths
Data
{'content': 'ὀβολοστάτης\n ὀβολο-στάτης (ᾰ), ου, ὁ,\n ἵστημι\n a weigher of obols, i. e. a petty usurer, Ar.', 'key': 'o)bolosta/ths'}