Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ξυστοφόρος
ξύω
ὀά
ὀαρίζω
ὀαρισμός
ὀαριστής
ὀαριστύς
ὄαρος
ὄαρ
Ὄασις
ὀβελίσκος
ὀβελός
ὀβολός
ὀβολοστατέω
ὀβολοστάτης
ὀβολοστατική
ὄβρια
ὀβριμοεργός
ὀβριμόθυμος
ὀβριμοπάτρη
ὄβριμος
View word page
ὀβελίσκος
ὀβελίσκος ὀβελίσκος, ὁ, Dim. of ὀβελός a small spit, Ar., Xen., etc. a coin stamped with a spit, Plut. the leg of a compass, Ar.
ShortDef
a small spit
Debugging
Headword:
ὀβελίσκος
Headword (normalized):
ὀβελίσκος
Headword (normalized/stripped):
οβελισκος
IDX:
22580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22603
Key:
o)beli/skos
Data
{'content': 'ὀβελίσκος\n ὀβελίσκος, ὁ,\n Dim. of ὀβελός\n a small spit, Ar., Xen., etc.\n a coin stamped with a spit, Plut.\n the leg of a compass, Ar.', 'key': 'o)beli/skos'}