Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ξυστός
ξυστός2
ξυστοφόρος
ξύω
ὀά
ὀαρίζω
ὀαρισμός
ὀαριστής
ὀαριστύς
ὄαρος
ὄαρ
Ὄασις
ὀβελίσκος
ὀβελός
ὀβολός
ὀβολοστατέω
ὀβολοστάτης
ὀβολοστατική
ὄβρια
ὀβριμοεργός
ὀβριμόθυμος
View word page
ὄαρ
ὄαρ .ὄᾰρ, ὄαρος, ἡ, a wife, in gen. pl., ὀάρων ἕνεκα σφετεράων Il.; contr. dat. pl., ἀμυνέμεναι ὤρεσσιν Il.
ShortDef
a wife
Debugging
Headword:
ὄαρ
Headword (normalized):
ὄαρ
Headword (normalized/stripped):
οαρ
IDX:
22578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22601
Key:
o)/ar
Data
{'content': 'ὄαρ\n .ὄᾰρ, ὄαρος, ἡ,\n a wife, in gen. pl., ὀάρων ἕνεκα σφετεράων Il.; contr. dat. pl., ἀμυνέμεναι ὤρεσσιν Il.', 'key': 'o)/ar'}