Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ξυστόν
ξυστός
ξυστός2
ξυστοφόρος
ξύω
ὀά
ὀαρίζω
ὀαρισμός
ὀαριστής
ὀαριστύς
ὄαρος
ὄαρ
Ὄασις
ὀβελίσκος
ὀβελός
ὀβολός
ὀβολοστατέω
ὀβολοστάτης
ὀβολοστατική
ὄβρια
ὀβριμοεργός
View word page
ὄαρος
ὄαρος .ὀᾰρος, ὁ, familiar converse, fond discourse, chat, talk, Hhymn., Hes. a song, lay, ditty, Pind.

ShortDef

familiar converse, fond discourse, chat, talk

Debugging

Headword:
ὄαρος
Headword (normalized):
ὄαρος
Headword (normalized/stripped):
οαρος
IDX:
22577
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22600
Key:
o)/aros

Data

{'content': 'ὄαρος\n .ὀᾰρος, ὁ,\n familiar converse, fond discourse, chat, talk, Hhymn., Hes.\n a song, lay, ditty, Pind.', 'key': 'o)/aros'}