Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ξυρέω
ξυρήκης
ξυρόν
ξυσμή
ξυστήρ
ξυστίς
ξυστοβόλος
ξυστόν
ξυστός
ξυστός2
ξυστοφόρος
ξύω
ὀά
ὀαρίζω
ὀαρισμός
ὀαριστής
ὀαριστύς
ὄαρος
ὄαρ
Ὄασις
ὀβελίσκος
View word page
ξυστοφόρος
ξυστοφόρος ξυστο-φόρος, ον, φέρω carrying a spear, Xen.
ShortDef
carrying a spear
Debugging
Headword:
ξυστοφόρος
Headword (normalized):
ξυστοφόρος
Headword (normalized/stripped):
ξυστοφορος
IDX:
22570
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22593
Key:
custofo/ros
Data
{'content': 'ξυστοφόρος\n ξυστο-φόρος, ον,\n φέρω\n carrying a spear, Xen.', 'key': 'custofo/ros'}