Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ξυνοχαρής
ξυνωρίς
ξυρέω
ξυρήκης
ξυρόν
ξυσμή
ξυστήρ
ξυστίς
ξυστοβόλος
ξυστόν
ξυστός
ξυστός2
ξυστοφόρος
ξύω
ὀά
ὀαρίζω
ὀαρισμός
ὀαριστής
ὀαριστύς
ὄαρος
ὄαρ
View word page
ξυστός
ξυστός ξυστός, όν ξύω scraped, polished, Hdt.
ShortDef
scraped, polished
(δρόμος) a covered colonnade
Debugging
Headword:
ξυστός
Headword (normalized):
ξυστός
Headword (normalized/stripped):
ξυστος
IDX:
22568
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22591
Key:
custo/s1
Data
{'content': 'ξυστός\n ξυστός, όν\n ξύω\n scraped, polished, Hdt.', 'key': 'custo/s1'}