Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ξυνόφρων
ξυνοχαρής
ξυνωρίς
ξυρέω
ξυρήκης
ξυρόν
ξυσμή
ξυστήρ
ξυστίς
ξυστοβόλος
ξυστόν
ξυστός
ξυστός2
ξυστοφόρος
ξύω
ὀά
ὀαρίζω
ὀαρισμός
ὀαριστής
ὀαριστύς
ὄαρος
View word page
ξυστόν
ξυστόν ξυστόν, οῦ, ξύω the polished shaft of a spear, Il., Hdt. generally, a spear, lance, Il., Eur.
ShortDef
the polished shaft; covered colonnade
Debugging
Headword:
ξυστόν
Headword (normalized):
ξυστόν
Headword (normalized/stripped):
ξυστον
IDX:
22567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22590
Key:
custo/n
Data
{'content': 'ξυστόν\n ξυστόν, οῦ,\n ξύω\n the polished shaft of a spear, Il., Hdt.\n generally, a spear, lance, Il., Eur.', 'key': 'custo/n'}