Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνάκειμαι
Ἀνάκειον
ἀνακέλαδος
ἀνακεράννυμι
Ἄνακες
ἀνακεφαλαιόομαι
ἀνακηκίω
ἀνακηρύσσω
ἀνακινδυνεύω
ἀνακινέω
ἀνακίνησις
ἀνακίρναμαι
ἀνακλάζω
ἀνακλαίω
ἀνακλάω
ἀνάκλησις
ἀνακλητικός
ἀνακλίνω
ἀνάκλιτος
ἀνακλώθω
ἀνακογχυλιάζω
View word page
ἀνακίνησις
ἀνακίνησις from ἀνακινέω a swinging to and fro: metaph., excitement, emotion, Soph.
ShortDef
a swinging to and fro
Debugging
Headword:
ἀνακίνησις
Headword (normalized):
ἀνακίνησις
Headword (normalized/stripped):
ανακινησις
IDX:
2258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2259
Key:
a)naki/nhsis
Data
{'content': 'ἀνακίνησις\n from ἀνακινέω\n a swinging to and fro: metaph., excitement, emotion, Soph.', 'key': 'a)naki/nhsis'}