Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ξυνήων
ξυνοδοτήρ
ξυνός
ξυνόφρων
ξυνοχαρής
ξυνωρίς
ξυρέω
ξυρήκης
ξυρόν
ξυσμή
ξυστήρ
ξυστίς
ξυστοβόλος
ξυστόν
ξυστός
ξυστός2
ξυστοφόρος
ξύω
ὀά
ὀαρίζω
ὀαρισμός
View word page
ξυστήρ
ξυστήρ ξυστήρ, ῆρος, ὁ, ξύω a graving tool, Lat. scalprum, Anth.

ShortDef

a graving tool

Debugging

Headword:
ξυστήρ
Headword (normalized):
ξυστήρ
Headword (normalized/stripped):
ξυστηρ
IDX:
22564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22587
Key:
custh/r

Data

{'content': 'ξυστήρ\n ξυστήρ, ῆρος, ὁ,\n ξύω\n a graving tool, Lat. scalprum, Anth.', 'key': 'custh/r'}