Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ξυνήϊος
ξυνήων
ξυνοδοτήρ
ξυνός
ξυνόφρων
ξυνοχαρής
ξυνωρίς
ξυρέω
ξυρήκης
ξυρόν
ξυσμή
ξυστήρ
ξυστίς
ξυστοβόλος
ξυστόν
ξυστός
ξυστός2
ξυστοφόρος
ξύω
ὀά
ὀαρίζω
View word page
ξυσμή
ξυσμή ξυσμή, ἡ, ξύω in pl., scrapings, Anth.
ShortDef
scrapings
Debugging
Headword:
ξυσμή
Headword (normalized):
ξυσμή
Headword (normalized/stripped):
ξυσμη
IDX:
22563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22586
Key:
cusmh/
Data
{'content': 'ξυσμή\n ξυσμή, ἡ,\n ξύω\n in pl., scrapings, Anth.', 'key': 'cusmh/'}