Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ξυνεείκοσι
ξυνήϊος
ξυνήων
ξυνοδοτήρ
ξυνός
ξυνόφρων
ξυνοχαρής
ξυνωρίς
ξυρέω
ξυρήκης
ξυρόν
ξυσμή
ξυστήρ
ξυστίς
ξυστοβόλος
ξυστόν
ξυστός
ξυστός2
ξυστοφόρος
ξύω
ὀά
View word page
ξυρόν
ξυρόν ξῠρόν, οῦ, ξύω a rasor, Hom., etc.:—proverb, ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς ὄλεθρος ἠὲ βιῶναι death or life is balanced on a rasorʼs edge, Il.; ἐπὶ ξυροῦ τῆς ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πράγματα Hdt.; βεβὼς ἐπὶ ξυρῷ τύχης Soph.
ShortDef
a razor
[lexical cite]
Debugging
Headword:
ξυρόν
Headword (normalized):
ξυρόν
Headword (normalized/stripped):
ξυρον
IDX:
22562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22585
Key:
curo/n1
Data
{'content': 'ξυρόν\n ξῠρόν, οῦ,\n ξύω\n a rasor, Hom., etc.:—proverb, ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς ὄλεθρος ἠὲ βιῶναι death or life is balanced on a rasorʼs edge, Il.; ἐπὶ ξυροῦ τῆς ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πράγματα Hdt.; βεβὼς ἐπὶ ξυρῷ τύχης Soph.', 'key': 'curo/n1'}