Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ξύλωσις
ξυνεείκοσι
ξυνήϊος
ξυνήων
ξυνοδοτήρ
ξυνός
ξυνόφρων
ξυνοχαρής
ξυνωρίς
ξυρέω
ξυρήκης
ξυρόν
ξυσμή
ξυστήρ
ξυστίς
ξυστοβόλος
ξυστόν
ξυστός
ξυστός2
ξυστοφόρος
ξύω
View word page
ξυρήκης
ξυρήκης ξῠρ-ήκης, ες ἀκη keen as a rasor, Xen. pass. close-shaven, Eur.; κουρᾷ ξυρήκει with close tonsure, Eur.
ShortDef
keen as a rasor
Debugging
Headword:
ξυρήκης
Headword (normalized):
ξυρήκης
Headword (normalized/stripped):
ξυρηκης
IDX:
22561
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22584
Key:
curh/khs
Data
{'content': 'ξυρήκης\n ξῠρ-ήκης, ες\n ἀκη\n keen as a rasor, Xen.\n pass. close-shaven, Eur.; κουρᾷ ξυρήκει with close tonsure, Eur.', 'key': 'curh/khs'}