Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ξυλοφόρος
ξυλοχίζομαι
ξύλοχος
ξυλόω
ξύλωσις
ξυνεείκοσι
ξυνήϊος
ξυνήων
ξυνοδοτήρ
ξυνός
ξυνόφρων
ξυνοχαρής
ξυνωρίς
ξυρέω
ξυρήκης
ξυρόν
ξυσμή
ξυστήρ
ξυστίς
ξυστοβόλος
ξυστόν
View word page
ξυνόφρων
ξυνόφρων ξῡνό-φρων, ονος, ὁ, ἡ, φρήν friendly-minded, Anth.

ShortDef

friendly-minded

Debugging

Headword:
ξυνόφρων
Headword (normalized):
ξυνόφρων
Headword (normalized/stripped):
ξυνοφρων
IDX:
22557
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22580
Key:
cuno/frwn

Data

{'content': 'ξυνόφρων\n ξῡνό-φρων, ονος, ὁ, ἡ,\n φρήν\n friendly-minded, Anth.', 'key': 'cuno/frwn'}