Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ξυλοφάγος
ξυλοφορέω
ξυλοφόρος
ξυλοχίζομαι
ξύλοχος
ξυλόω
ξύλωσις
ξυνεείκοσι
ξυνήϊος
ξυνήων
ξυνοδοτήρ
ξυνός
ξυνόφρων
ξυνοχαρής
ξυνωρίς
ξυρέω
ξυρήκης
ξυρόν
ξυσμή
ξυστήρ
ξυστίς
View word page
ξυνοδοτήρ
ξυνοδοτήρ ξῡνο-δοτήρ, ῆρος, ὁ, the free, bounteous giver, Anth.

ShortDef

the free, bounteous giver

Debugging

Headword:
ξυνοδοτήρ
Headword (normalized):
ξυνοδοτήρ
Headword (normalized/stripped):
ξυνοδοτηρ
IDX:
22555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22578
Key:
cunodoth/r

Data

{'content': 'ξυνοδοτήρ\n ξῡνο-δοτήρ, ῆρος, ὁ,\n the free, bounteous giver, Anth.', 'key': 'cunodoth/r'}