Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ξυλουργία
ξυλοφάγος
ξυλοφορέω
ξυλοφόρος
ξυλοχίζομαι
ξύλοχος
ξυλόω
ξύλωσις
ξυνεείκοσι
ξυνήϊος
ξυνήων
ξυνοδοτήρ
ξυνός
ξυνόφρων
ξυνοχαρής
ξυνωρίς
ξυρέω
ξυρήκης
ξυρόν
ξυσμή
ξυστήρ
View word page
ξυνήων
ξυνήων ξῡνήων, ονος, ὁ, ξυνός a joint-owner, partner in a thing, c. gen., Hes.; ξυνάονες ἑλκέων, I. e. afflicted by sores, Pind.:—absol., ξυνάν a friend, Pind.

ShortDef

a joint-owner, partner in

Debugging

Headword:
ξυνήων
Headword (normalized):
ξυνήων
Headword (normalized/stripped):
ξυνηων
IDX:
22554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22577
Key:
cunh/wn

Data

{'content': 'ξυνήων\n ξῡνήων, ονος, ὁ,\n ξυνός\n a joint-owner, partner in a thing, c. gen., Hes.; ξυνάονες ἑλκέων, I. e. afflicted by sores, Pind.:—absol., ξυνάν a friend, Pind.', 'key': 'cunh/wn'}