Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ξύλον
ξυλοπαγής
ξυλουργέω
ξυλουργία
ξυλοφάγος
ξυλοφορέω
ξυλοφόρος
ξυλοχίζομαι
ξύλοχος
ξυλόω
ξύλωσις
ξυνεείκοσι
ξυνήϊος
ξυνήων
ξυνοδοτήρ
ξυνός
ξυνόφρων
ξυνοχαρής
ξυνωρίς
ξυρέω
ξυρήκης
View word page
ξύλωσις
ξύλωσις from ξῠλόω the woodwork of a house, frame-work, Thuc.
ShortDef
the woodwork of a house, frame-work
Debugging
Headword:
ξύλωσις
Headword (normalized):
ξύλωσις
Headword (normalized/stripped):
ξυλωσις
IDX:
22551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22574
Key:
cu/lwsis
Data
{'content': 'ξύλωσις\n from ξῠλόω\n the woodwork of a house, frame-work, Thuc.', 'key': 'cu/lwsis'}