Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ξυλοκόπος
ξύλον
ξυλοπαγής
ξυλουργέω
ξυλουργία
ξυλοφάγος
ξυλοφορέω
ξυλοφόρος
ξυλοχίζομαι
ξύλοχος
ξυλόω
ξύλωσις
ξυνεείκοσι
ξυνήϊος
ξυνήων
ξυνοδοτήρ
ξυνός
ξυνόφρων
ξυνοχαρής
ξυνωρίς
ξυρέω
View word page
ξυλόω
ξυλόω ξῠλόω, fut. -ώσω to make of wood.

ShortDef

to make of wood

Debugging

Headword:
ξυλόω
Headword (normalized):
ξυλόω
Headword (normalized/stripped):
ξυλοω
IDX:
22550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22573
Key:
culo/w

Data

{'content': 'ξυλόω\n ξῠλόω,\n fut. -ώσω\n to make of wood.', 'key': 'culo/w'}