Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ξυλοκοπέω
ξυλοκοπία
ξυλοκόπος
ξύλον
ξυλοπαγής
ξυλουργέω
ξυλουργία
ξυλοφάγος
ξυλοφορέω
ξυλοφόρος
ξυλοχίζομαι
ξύλοχος
ξυλόω
ξύλωσις
ξυνεείκοσι
ξυνήϊος
ξυνήων
ξυνοδοτήρ
ξυνός
ξυνόφρων
ξυνοχαρής
View word page
ξυλοχίζομαι
ξυλοχίζομαι ξῠλοχίζομαι, Doric ίσδομαι, ξυλίζομαι, Theocr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ξυλοχίζομαι
Headword (normalized):
ξυλοχίζομαι
Headword (normalized/stripped):
ξυλοχιζομαι
IDX:
22548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22571
Key:
culoxi/zomai

Data

{'content': 'ξυλοχίζομαι\n ξῠλοχίζομαι,\n Doric ίσδομαι, ξυλίζομαι, Theocr.', 'key': 'culoxi/zomai'}