Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ξύλινος
ξυλοκοπέω
ξυλοκοπία
ξυλοκόπος
ξύλον
ξυλοπαγής
ξυλουργέω
ξυλουργία
ξυλοφάγος
ξυλοφορέω
ξυλοφόρος
ξυλοχίζομαι
ξύλοχος
ξυλόω
ξύλωσις
ξυνεείκοσι
ξυνήϊος
ξυνήων
ξυνοδοτήρ
ξυνός
ξυνόφρων
View word page
ξυλοφόρος
ξυλοφόρος ξῠλο-φόρος, ον, φέρω carrying wood.

ShortDef

carrying wood

Debugging

Headword:
ξυλοφόρος
Headword (normalized):
ξυλοφόρος
Headword (normalized/stripped):
ξυλοφορος
IDX:
22547
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22570
Key:
culofo/ros

Data

{'content': 'ξυλοφόρος\n ξῠλο-φόρος, ον,\n φέρω\n carrying wood.', 'key': 'culofo/ros'}