Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ξυλίζομαι
ξύλινος
ξυλοκοπέω
ξυλοκοπία
ξυλοκόπος
ξύλον
ξυλοπαγής
ξυλουργέω
ξυλουργία
ξυλοφάγος
ξυλοφορέω
ξυλοφόρος
ξυλοχίζομαι
ξύλοχος
ξυλόω
ξύλωσις
ξυνεείκοσι
ξυνήϊος
ξυνήων
ξυνοδοτήρ
ξυνός
View word page
ξυλοφορέω
ξυλοφορέω ξῠλοφορέω, to carry a stick, as the Cynics did, Luc.
ShortDef
to carry a stick
Debugging
Headword:
ξυλοφορέω
Headword (normalized):
ξυλοφορέω
Headword (normalized/stripped):
ξυλοφορεω
IDX:
22546
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22569
Key:
culofore/w
Data
{'content': 'ξυλοφορέω\n ξῠλοφορέω,\n to carry a stick, as the Cynics did, Luc.', 'key': 'culofore/w'}