Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ξυλήφιον
ξυλίζομαι
ξύλινος
ξυλοκοπέω
ξυλοκοπία
ξυλοκόπος
ξύλον
ξυλοπαγής
ξυλουργέω
ξυλουργία
ξυλοφάγος
ξυλοφορέω
ξυλοφόρος
ξυλοχίζομαι
ξύλοχος
ξυλόω
ξύλωσις
ξυνεείκοσι
ξυνήϊος
ξυνήων
ξυνοδοτήρ
View word page
ξυλοφάγος
ξυλοφάγος ξῠλο-φάγος, ον, φᾰγεῖν eating wood, Strab.

ShortDef

eating wood

Debugging

Headword:
ξυλοφάγος
Headword (normalized):
ξυλοφάγος
Headword (normalized/stripped):
ξυλοφαγος
IDX:
22545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22568
Key:
culofa/gos

Data

{'content': 'ξυλοφάγος\n ξῠλο-φάγος, ον,\n φᾰγεῖν\n eating wood, Strab.', 'key': 'culofa/gos'}