Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ξυληγός
ξυλήφιον
ξυλίζομαι
ξύλινος
ξυλοκοπέω
ξυλοκοπία
ξυλοκόπος
ξύλον
ξυλοπαγής
ξυλουργέω
ξυλουργία
ξυλοφάγος
ξυλοφορέω
ξυλοφόρος
ξυλοχίζομαι
ξύλοχος
ξυλόω
ξύλωσις
ξυνεείκοσι
ξυνήϊος
ξυνήων
View word page
ξυλουργία
ξυλουργία from ξῠλουργέω ξῠλουργία, ἡ, a working of wood, carpentry, Aesch.
ShortDef
a working of wood, carpentry
Debugging
Headword:
ξυλουργία
Headword (normalized):
ξυλουργία
Headword (normalized/stripped):
ξυλουργια
IDX:
22544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22567
Key:
culourgi/a
Data
{'content': 'ξυλουργία\n from ξῠλουργέω\n ξῠλουργία, ἡ,\n a working of wood, carpentry, Aesch.', 'key': 'culourgi/a'}