Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ξυληγέω
ξυληγός
ξυλήφιον
ξυλίζομαι
ξύλινος
ξυλοκοπέω
ξυλοκοπία
ξυλοκόπος
ξύλον
ξυλοπαγής
ξυλουργέω
ξυλουργία
ξυλοφάγος
ξυλοφορέω
ξυλοφόρος
ξυλοχίζομαι
ξύλοχος
ξυλόω
ξύλωσις
ξυνεείκοσι
ξυνήϊος
View word page
ξυλουργέω
ξυλουργέω ξῠλ-ουργέω, *ἔργω to work wood, Hdt.
ShortDef
to work wood
Debugging
Headword:
ξυλουργέω
Headword (normalized):
ξυλουργέω
Headword (normalized/stripped):
ξυλουργεω
IDX:
22543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22566
Key:
culourge/w
Data
{'content': 'ξυλουργέω\n ξῠλ-ουργέω,\n *ἔργω\n to work wood, Hdt.', 'key': 'culourge/w'}