Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ξουθόπτερος
ξουθός
ξυήλη
ξυληγέω
ξυληγός
ξυλήφιον
ξυλίζομαι
ξύλινος
ξυλοκοπέω
ξυλοκοπία
ξυλοκόπος
ξύλον
ξυλοπαγής
ξυλουργέω
ξυλουργία
ξυλοφάγος
ξυλοφορέω
ξυλοφόρος
ξυλοχίζομαι
ξύλοχος
ξυλόω
View word page
ξυλοκόπος
ξυλοκόπος ξῠλοκόπος, ον, κόπτω hewing or felling wood, Xen.

ShortDef

hewing

Debugging

Headword:
ξυλοκόπος
Headword (normalized):
ξυλοκόπος
Headword (normalized/stripped):
ξυλοκοπος
IDX:
22540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22563
Key:
culoko/pos

Data

{'content': 'ξυλοκόπος\n ξῠλοκόπος, ον,\n κόπτω\n hewing or felling wood, Xen.', 'key': 'culoko/pos'}