Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ξοανουργία
ξοΐς
ξουθόπτερος
ξουθός
ξυήλη
ξυληγέω
ξυληγός
ξυλήφιον
ξυλίζομαι
ξύλινος
ξυλοκοπέω
ξυλοκοπία
ξυλοκόπος
ξύλον
ξυλοπαγής
ξυλουργέω
ξυλουργία
ξυλοφάγος
ξυλοφορέω
ξυλοφόρος
ξυλοχίζομαι
View word page
ξυλοκοπέω
ξυλοκοπέω ξῠλοκοπέω, to beat with a stick, cudgel, Polyb.
ShortDef
to beat with a stick, cudgel
Debugging
Headword:
ξυλοκοπέω
Headword (normalized):
ξυλοκοπέω
Headword (normalized/stripped):
ξυλοκοπεω
IDX:
22538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22561
Key:
culokope/w
Data
{'content': 'ξυλοκοπέω\n ξῠλοκοπέω,\n to beat with a stick, cudgel, Polyb.', 'key': 'culokope/w'}