Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ξόανον
ξοανουργία
ξοΐς
ξουθόπτερος
ξουθός
ξυήλη
ξυληγέω
ξυληγός
ξυλήφιον
ξυλίζομαι
ξύλινος
ξυλοκοπέω
ξυλοκοπία
ξυλοκόπος
ξύλον
ξυλοπαγής
ξυλουργέω
ξυλουργία
ξυλοφάγος
ξυλοφορέω
ξυλοφόρος
View word page
ξύλινος
ξύλινος ξύλῐνος (ῠ), η, ον ξύλον of wood, wooden, Hdt., Attic metaph. wooden, νοῦς Anth.
ShortDef
of wood, wooden
Debugging
Headword:
ξύλινος
Headword (normalized):
ξύλινος
Headword (normalized/stripped):
ξυλινος
IDX:
22537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22560
Key:
cu/linos
Data
{'content': 'ξύλινος\n ξύλῐνος (ῠ), η, ον\n ξύλον\n of wood, wooden, Hdt., Attic\n metaph. wooden, νοῦς Anth.', 'key': 'cu/linos'}