Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ξιφουργός
ξόανον
ξοανουργία
ξοΐς
ξουθόπτερος
ξουθός
ξυήλη
ξυληγέω
ξυληγός
ξυλήφιον
ξυλίζομαι
ξύλινος
ξυλοκοπέω
ξυλοκοπία
ξυλοκόπος
ξύλον
ξυλοπαγής
ξυλουργέω
ξυλουργία
ξυλοφάγος
ξυλοφορέω
View word page
ξυλίζομαι
ξυλίζομαι ξῠλίζομαι, ξύλον Mid. to gather wood, Xen.

ShortDef

to gather wood

Debugging

Headword:
ξυλίζομαι
Headword (normalized):
ξυλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
ξυλιζομαι
IDX:
22536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22559
Key:
culi/zomai

Data

{'content': 'ξυλίζομαι\n ξῠλίζομαι,\n ξύλον\n Mid. to gather wood, Xen.', 'key': 'culi/zomai'}