Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ξιφουλκός
ξιφουργός
ξόανον
ξοανουργία
ξοΐς
ξουθόπτερος
ξουθός
ξυήλη
ξυληγέω
ξυληγός
ξυλήφιον
ξυλίζομαι
ξύλινος
ξυλοκοπέω
ξυλοκοπία
ξυλοκόπος
ξύλον
ξυλοπαγής
ξυλουργέω
ξυλουργία
ξυλοφάγος
View word page
ξυλήφιον
ξυλήφιον ξῠλήφιον, ου, τό, Dim. of ξύλον a piece of wood, a stick, Polyb.

ShortDef

a piece of wood, a stick

Debugging

Headword:
ξυλήφιον
Headword (normalized):
ξυλήφιον
Headword (normalized/stripped):
ξυληφιον
IDX:
22535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22558
Key:
culh/fion

Data

{'content': 'ξυλήφιον\n ξῠλήφιον, ου, τό,\n Dim. of ξύλον\n a piece of wood, a stick, Polyb.', 'key': 'culh/fion'}