Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ξιφουλκία
ξιφουλκός
ξιφουργός
ξόανον
ξοανουργία
ξοΐς
ξουθόπτερος
ξουθός
ξυήλη
ξυληγέω
ξυληγός
ξυλήφιον
ξυλίζομαι
ξύλινος
ξυλοκοπέω
ξυλοκοπία
ξυλοκόπος
ξύλον
ξυλοπαγής
ξυλουργέω
ξυλουργία
View word page
ξυληγός
ξυληγός ξῠλ-ηγός, όν ἄγω carrying wood.

ShortDef

carrying wood

Debugging

Headword:
ξυληγός
Headword (normalized):
ξυληγός
Headword (normalized/stripped):
ξυληγος
IDX:
22534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22557
Key:
culhgo/s

Data

{'content': 'ξυληγός\n ξῠλ-ηγός, όν\n ἄγω\n carrying wood.', 'key': 'culhgo/s'}