Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ξίφος
ξιφουλκία
ξιφουλκός
ξιφουργός
ξόανον
ξοανουργία
ξοΐς
ξουθόπτερος
ξουθός
ξυήλη
ξυληγέω
ξυληγός
ξυλήφιον
ξυλίζομαι
ξύλινος
ξυλοκοπέω
ξυλοκοπία
ξυλοκόπος
ξύλον
ξυλοπαγής
ξυλουργέω
View word page
ξυληγέω
ξυληγέω ξῠληγέω, fut. -ήσω ἄγω to carry wood, Dem. from ξῠληγός

ShortDef

to carry wood

Debugging

Headword:
ξυληγέω
Headword (normalized):
ξυληγέω
Headword (normalized/stripped):
ξυληγεω
IDX:
22533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22556
Key:
culhge/w

Data

{'content': 'ξυληγέω\n ξῠληγέω,\n fut. -ήσω\n ἄγω\n to carry wood, Dem.\n from ξῠληγός', 'key': 'culhge/w'}