Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ξιφοκτόνος
ξίφος
ξιφουλκία
ξιφουλκός
ξιφουργός
ξόανον
ξοανουργία
ξοΐς
ξουθόπτερος
ξουθός
ξυήλη
ξυληγέω
ξυληγός
ξυλήφιον
ξυλίζομαι
ξύλινος
ξυλοκοπέω
ξυλοκοπία
ξυλοκόπος
ξύλον
ξυλοπαγής
View word page
ξυήλη
ξυήλη ξυήλη, ἡ, ξύω a tool for scraping wood, a plane or rasp, Xen. a sickle-shaped dagger, Xen.

ShortDef

a tool for scraping wood, a plane

Debugging

Headword:
ξυήλη
Headword (normalized):
ξυήλη
Headword (normalized/stripped):
ξυηλη
IDX:
22532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22555
Key:
cuh/lh

Data

{'content': 'ξυήλη\n ξυήλη, ἡ,\n ξύω\n a tool for scraping wood, a plane or rasp, Xen.\n a sickle-shaped dagger, Xen.', 'key': 'cuh/lh'}