Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ξιφιστήρ
ξιφοδήλητος
ξιφοκτόνος
ξίφος
ξιφουλκία
ξιφουλκός
ξιφουργός
ξόανον
ξοανουργία
ξοΐς
ξουθόπτερος
ξουθός
ξυήλη
ξυληγέω
ξυληγός
ξυλήφιον
ξυλίζομαι
ξύλινος
ξυλοκοπέω
ξυλοκοπία
ξυλοκόπος
View word page
ξουθόπτερος
ξουθόπτερος ξουθό-πτερος, ον, πτερόν with tawny wings, Eur.
ShortDef
with tawny wings
Debugging
Headword:
ξουθόπτερος
Headword (normalized):
ξουθόπτερος
Headword (normalized/stripped):
ξουθοπτερος
IDX:
22530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22553
Key:
couqo/pteros
Data
{'content': 'ξουθόπτερος\n ξουθό-πτερος, ον,\n πτερόν\n with tawny wings, Eur.', 'key': 'couqo/pteros'}