Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ξιφίδιον
ξιφιστήρ
ξιφοδήλητος
ξιφοκτόνος
ξίφος
ξιφουλκία
ξιφουλκός
ξιφουργός
ξόανον
ξοανουργία
ξοΐς
ξουθόπτερος
ξουθός
ξυήλη
ξυληγέω
ξυληγός
ξυλήφιον
ξυλίζομαι
ξύλινος
ξυλοκοπέω
ξυλοκοπία
View word page
ξοΐς
ξοΐς ξοΐς, ίδος, ἡ, ξέω a sculptorʼs chisel, anth.

ShortDef

chisel

Debugging

Headword:
ξοΐς
Headword (normalized):
ξοΐς
Headword (normalized/stripped):
ξοις
IDX:
22529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22552
Key:
coi/s

Data

{'content': 'ξοΐς\n ξοΐς, ίδος, ἡ,\n ξέω\n a sculptorʼs chisel, anth.', 'key': 'coi/s'}