Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ξηροφαγέω
ξῖ
ξιφήρης
ξιφηφόρος
ξιφίδιον
ξιφιστήρ
ξιφοδήλητος
ξιφοκτόνος
ξίφος
ξιφουλκία
ξιφουλκός
ξιφουργός
ξόανον
ξοανουργία
ξοΐς
ξουθόπτερος
ξουθός
ξυήλη
ξυληγέω
ξυληγός
ξυλήφιον
View word page
ξιφουλκός
ξιφουλκός ξῐφ-ουλκός, όν ἕλκω drawing a sword, Aesch.
ShortDef
drawing a sword
Debugging
Headword:
ξιφουλκός
Headword (normalized):
ξιφουλκός
Headword (normalized/stripped):
ξιφουλκος
IDX:
22525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22548
Key:
cifoulko/s
Data
{'content': 'ξιφουλκός\n ξῐφ-ουλκός, όν\n ἕλκω\n drawing a sword, Aesch.', 'key': 'cifoulko/s'}