Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ξηρός
ξηρότης
ξηροφαγέω
ξῖ
ξιφήρης
ξιφηφόρος
ξιφίδιον
ξιφιστήρ
ξιφοδήλητος
ξιφοκτόνος
ξίφος
ξιφουλκία
ξιφουλκός
ξιφουργός
ξόανον
ξοανουργία
ξοΐς
ξουθόπτερος
ξουθός
ξυήλη
ξυληγέω
View word page
ξίφος
ξίφος .ξίφος (ῐ), Aeolic σκίφος, εος, a sword, Hom.; distinguished from μάχαιρα, q. v.
ShortDef
a sword
Debugging
Headword:
ξίφος
Headword (normalized):
ξίφος
Headword (normalized/stripped):
ξιφος
IDX:
22523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22546
Key:
ci/fos
Data
{'content': 'ξίφος\n .ξίφος (ῐ), Aeolic σκίφος, εος,\n a sword, Hom.; distinguished from μάχαιρα, q. v.', 'key': 'ci/fos'}