Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ξηραίνω
ξηραλοιφέω
ξηραμπέλινος
ξηρά
ξηρός
ξηρότης
ξηροφαγέω
ξῖ
ξιφήρης
ξιφηφόρος
ξιφίδιον
ξιφιστήρ
ξιφοδήλητος
ξιφοκτόνος
ξίφος
ξιφουλκία
ξιφουλκός
ξιφουργός
ξόανον
ξοανουργία
ξοΐς
View word page
ξιφίδιον
ξιφίδιον ξῐφίδιον, ου, τό, Dim. of ξίφος a dagger, Thuc., etc.
ShortDef
a dagger
Debugging
Headword:
ξιφίδιον
Headword (normalized):
ξιφίδιον
Headword (normalized/stripped):
ξιφιδιον
IDX:
22519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22542
Key:
cifi/dion
Data
{'content': 'ξιφίδιον\n ξῐφίδιον, ου, τό,\n Dim. of ξίφος\n a dagger, Thuc., etc.', 'key': 'cifi/dion'}