Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ξέω
ξηραίνω
ξηραλοιφέω
ξηραμπέλινος
ξηρά
ξηρός
ξηρότης
ξηροφαγέω
ξῖ
ξιφήρης
ξιφηφόρος
ξιφίδιον
ξιφιστήρ
ξιφοδήλητος
ξιφοκτόνος
ξίφος
ξιφουλκία
ξιφουλκός
ξιφουργός
ξόανον
ξοανουργία
View word page
ξιφηφόρος
ξιφηφόρος ξῐφη-φόρος, ον, φέρω sword in hand, Aesch., Eur.
ShortDef
sword in hand
Debugging
Headword:
ξιφηφόρος
Headword (normalized):
ξιφηφόρος
Headword (normalized/stripped):
ξιφηφορος
IDX:
22518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22541
Key:
cifhfo/ros
Data
{'content': 'ξιφηφόρος\n ξῐφη-φόρος, ον,\n φέρω\n sword in hand, Aesch., Eur.', 'key': 'cifhfo/ros'}